- ακοντιστήρ
- ἀκοντιστὴρ (-ῆρος), ο (Α)ο ακοντιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκοντιστῆρα — ἀκοντιστήρ darting masc acc sg ἀκοντιστής darter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρες — ἀκοντιστήρ darting masc nom/voc pl ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρι — ἀκοντιστήρ darting masc dat sg ἀκοντιστής darter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῆρος — ἀκοντιστήρ darting masc gen sg ἀκοντιστής darter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)